- κοκκινοπλουμόχειλος
- κοκκινοπλουμόχειλος, -η, -ον (Μ)αυτός που έχει ωραία κόκκινα χείλια.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκινος + *-πλουμόχειλος (< πλουμί «στολίδι» + -χειλος < χεῖλος), πρβλ. λαγώ-χειλος, λεπτό-χειλος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.